- θησαυρώδης
- θησαυρώδης, ες,A filled with treasure,
τάφοι Philostr.VA7.23.1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τάφοι Philostr.VA7.23.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θησαυρώδης — θησαυρώδης, ες (Α) [θησαυρός] γεμάτος θησαυρούς … Dictionary of Greek
θησαυρώδεις — θησαυρώδης filled with treasure masc/fem acc pl θησαυρώδης filled with treasure masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυρός — Ο συσσωρευμένος πλούτος, σε χρήματα ή τιμαλφή. (Αρχαιολ.) Κτίριο των αρχαίων ελληνικών ιερών, ειδικά κατασκευασμένο για τη φύλαξη των πολύτιμων ή λατρευτικών αντικειμένων. Στους μυκηναϊκούς χρόνους οι θ. ήταν υπόγεια οικοδομήματα, ειδικά… … Dictionary of Greek